τσακωτός

τσακωτός
-ή, -ό, Ν [τσακώνω]
φρ. «τόν έκανα τσακωτό» — τόν έπιασα επ' αυτοφόρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσακωτός — ή, ό που έχει συλληφθεί, πιασμένος, γραπωμένος: Τον έκαναν τσακωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”